θυμεκτομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θυμεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thymectomy < ελληνιστική κοινή θύμος + ἐκτομή < αρχαία ελληνική ἐκτέμνω < ἐκ + τέμνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθυμεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση του θύμου αδένα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- thymectomy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία θυμεκτομή