ἄθυμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄθυμος | τὸ | ἄθυμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀθύμου | τοῦ | ἀθύμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀθύμῳ | τῷ | ἀθύμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄθυμον | τὸ | ἄθυμον | ||
κλητική ὦ! | ἄθυμε | ἄθυμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄθυμοι | τὰ | ἄθυμᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀθύμων | τῶν | ἀθύμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀθύμοις | τοῖς | ἀθύμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀθύμους | τὰ | ἄθυμᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄθυμοι | ἄθυμᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀθύμω | τὼ | ἀθύμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀθύμοιν | τοῖν | ἀθύμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄθυμος, -ος, -ον, συγκριτικός : ἀθυμότερος
- δειλός, άτολμος, λιπόψυχος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 319
- τί δ᾽ ἔστιν; ὡς ἄθυμος εἰσελήλυθας.
- Τί τρέχει; πόσο βαρύθυμος ήρθες.
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- τί δ᾽ ἔστιν; ὡς ἄθυμος εἰσελήλυθας.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 3, 1.36
- οἱ γὰρ στρατιῶται οὗτοι πάντες πρὸς ὑμᾶς βλέπουσι, κἂν μὲν ὑμᾶς ὁρῶσιν ἀθύμους, πάντες κακοὶ ἔσονται,
- Όλοι δηλαδή αυτοί οι στρατιώτες έχουν στραμμένα τα μάτια τους σε σας. Κι αν σας βλέπουν στενοχωρημένους, όλοι θα φοβούνται·
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- οἱ γὰρ στρατιῶται οὗτοι πάντες πρὸς ὑμᾶς βλέπουσι, κἂν μὲν ὑμᾶς ὁρῶσιν ἀθύμους, πάντες κακοὶ ἔσονται,
- ≠ αντώνυμα: ἔνθυμος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 319
- χωρίς πάθη
- αποθαρρημένος, αποκαρδιωμένος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 147
- οὐ χωρὶς μὲν πρὸς τὴν πολιτικὴν δύναμιν, χωρὶς δ᾽ ἐν Ἀμφίσσῃ πρὸς τοὺς ξένους διαγωνίσασθαι, ἀθύμους δὲ τοὺς Ἕλληνας λαβεῖν τηλικαύτης πληγῆς προγεγενημένης;
- Δεν θα ευχόταν να αντιμετωπίσει χωριστά τις δυνάμεις της πόλης και χωριστά τους μισθοφόρους στην Άμφισσα και να βρει τους Έλληνες αποθαρρημένους, εάν είχε προηγηθεί ένα τόσο μεγάλο χτύπημα;
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- οὐ χωρὶς μὲν πρὸς τὴν πολιτικὴν δύναμιν, χωρὶς δ᾽ ἐν Ἀμφίσσῃ πρὸς τοὺς ξένους διαγωνίσασθαι, ἀθύμους δὲ τοὺς Ἕλληνας λαβεῖν τηλικαύτης πληγῆς προγεγενημένης;
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 6, 12.1
- παυσάμενοι δὲ τῆς οἰμωγῆς ἄθυμοί τε καὶ ἄποροι ἦσαν, ὅστις μὲν ἐξηγούμενος ἔσται τῆς στρατιᾶς
- Όταν σταμάτησαν να θρηνούν, ήταν αποθαρρημένοι και δεν ήξεραν ποιός θα αναλάβει την αρχηγία του στρατού
- Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
- παυσάμενοι δὲ τῆς οἰμωγῆς ἄθυμοί τε καὶ ἄποροι ἦσαν, ὅστις μὲν ἐξηγούμενος ἔσται τῆς στρατιᾶς
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 147
Πηγές
επεξεργασία- ἄθυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄθυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.