θύμωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θύμωμα | τα | θυμώματα |
γενική | του | θυμώματος | των | θυμωμάτων |
αιτιατική | το | θύμωμα | τα | θυμώματα |
κλητική | θύμωμα | θυμώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θύμωμα < θύμος (αδένας)
Ουσιαστικό επεξεργασία
θύμωμα ουδέτερο
- όγκος (νεόπλασμα) προερχόμενος από τα επιθηλιακά κύτταρα του θύμου
Μεταφράσεις επεξεργασία
θύμωμα
|