επιθηλιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιθηλιακά < επιθηλιακ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
επιθηλιακά
- ως προς το επιθήλιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιθηλιακά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επιθηλιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιθηλιακός