Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταπράυντος η ακαταπράυντη το ακαταπράυντο
      γενική του ακαταπράυντου της ακαταπράυντης του ακαταπράυντου
    αιτιατική τον ακαταπράυντο την ακαταπράυντη το ακαταπράυντο
     κλητική ακαταπράυντε ακαταπράυντη ακαταπράυντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταπράυντοι οι ακαταπράυντες τα ακαταπράυντα
      γενική των ακαταπράυντων των ακαταπράυντων των ακαταπράυντων
    αιτιατική τους ακαταπράυντους τις ακαταπράυντες τα ακαταπράυντα
     κλητική ακαταπράυντοι ακαταπράυντες ακαταπράυντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαταπράυντος < ελληνιστική κοινή ἀκαταπράϋντος < αρχαία ελληνική καταπραΰνω < κατά + πραΰνω < πραΰς / πρᾶος

  Επίθετο επεξεργασία

ακαταπράυντος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία