ακαταπράυντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαταπράυντος < ελληνιστική κοινή ἀκαταπράϋντος < αρχαία ελληνική καταπραΰνω < κατά + πραΰνω < πραΰς / πρᾶος
Επίθετο
επεξεργασίαακαταπράυντος, -η, -ο
- που δεν έχει καταπραϋνθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καταπραΰνω, κατά, πραΰνω και πράος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακαταπράυντος
|