Ετυμολογία

επεξεργασία
κατατρομοκρατώ < κατα- + τρομοκρατώ

κατατρομοκρατώ (παθητική φωνή: κατατρομοκρατούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία