Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατατρομοκρατώ < κατα- + τρομοκρατώ

  Ρήμα επεξεργασία

κατατρομοκρατώ (παθητική φωνή: κατατρομοκρατούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία