↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταλερωμένος η καταλερωμένη το καταλερωμένο
      γενική του καταλερωμένου της καταλερωμένης του καταλερωμένου
    αιτιατική τον καταλερωμένο την καταλερωμένη το καταλερωμένο
     κλητική καταλερωμένε καταλερωμένη καταλερωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταλερωμένοι οι καταλερωμένες τα καταλερωμένα
      γενική των καταλερωμένων των καταλερωμένων των καταλερωμένων
    αιτιατική τους καταλερωμένους τις καταλερωμένες τα καταλερωμένα
     κλητική καταλερωμένοι καταλερωμένες καταλερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταλερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταλερώνω / κατα- + λερωμένος

καταλερωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία