καταγοητευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταγοητευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταγοητεύω / κατα- + γοητευμένος
Μετοχή επεξεργασία
καταγοητευμένος, -η, -ο
- ιδιαίτερα, πλήρως γοητευμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταγοητευμένος
|