↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταγοητευμένος η καταγοητευμένη το καταγοητευμένο
      γενική του καταγοητευμένου της καταγοητευμένης του καταγοητευμένου
    αιτιατική τον καταγοητευμένο την καταγοητευμένη το καταγοητευμένο
     κλητική καταγοητευμένε καταγοητευμένη καταγοητευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταγοητευμένοι οι καταγοητευμένες τα καταγοητευμένα
      γενική των καταγοητευμένων των καταγοητευμένων των καταγοητευμένων
    αιτιατική τους καταγοητευμένους τις καταγοητευμένες τα καταγοητευμένα
     κλητική καταγοητευμένοι καταγοητευμένες καταγοητευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταγοητευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταγοητεύω / κατα- + γοητευμένος

καταγοητευμένος, -η, -ο

  • ιδιαίτερα, πλήρως γοητευμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία