Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γοητευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γοητευμέν
ος
η
γοητευμέν
η
το
γοητευμέν
ο
γενική
του
γοητευμέν
ου
της
γοητευμέν
ης
του
γοητευμέν
ου
αιτιατική
τον
γοητευμέν
ο
τη
γοητευμέν
η
το
γοητευμέν
ο
κλητική
γοητευμέν
ε
γοητευμέν
η
γοητευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γοητευμέν
οι
οι
γοητευμέν
ες
τα
γοητευμέν
α
γενική
των
γοητευμέν
ων
των
γοητευμέν
ων
των
γοητευμέν
ων
αιτιατική
τους
γοητευμέν
ους
τις
γοητευμέν
ες
τα
γοητευμέν
α
κλητική
γοητευμέν
οι
γοητευμέν
ες
γοητευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
γοητευμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γοητεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γοητευμένος
γαλλικά
:
charmé
(fr)