κατακρατημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακρατημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακρατώ, κατακρατούμαι / κατα- + κρατημένος
Μετοχή
επεξεργασίακατακρατημένος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατακρατημένος
|