↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακαθισμένος η κατακαθισμένη το κατακαθισμένο
      γενική του κατακαθισμένου της κατακαθισμένης του κατακαθισμένου
    αιτιατική τον κατακαθισμένο την κατακαθισμένη το κατακαθισμένο
     κλητική κατακαθισμένε κατακαθισμένη κατακαθισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακαθισμένοι οι κατακαθισμένες τα κατακαθισμένα
      γενική των κατακαθισμένων των κατακαθισμένων των κατακαθισμένων
    αιτιατική τους κατακαθισμένους τις κατακαθισμένες τα κατακαθισμένα
     κλητική κατακαθισμένοι κατακαθισμένες κατακαθισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακαθισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακάθημαι και κατακάθομαι ή κατακαθίζω / κατα- + καθισμένος

κατακαθισμένος, -η, -ο

  • που έχει κατακαθίσει, που έχει κατακάτσει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία