κατακαθισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατακαθισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακάθημαι και κατακάθομαι ή κατακαθίζω / κατα- + καθισμένος
Μετοχή επεξεργασία
κατακαθισμένος, -η, -ο
- που έχει κατακαθίσει, που έχει κατακάτσει
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατακαθισμένος
|