καταδαμασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταδαμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταδαμάζω / κατα- + δαμασμένος
Μετοχή
επεξεργασίακαταδαμασμένος, -η, -ο
- πλήρως δαμασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταδαμασμένος
|