καταδιοπτρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταδιοπτρικός < κατα- + διοπτρικός λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική catadioptric
Επίθετο
επεξεργασίακαταδιοπτρικός, -ή, -ό
- (φυσική, τεχνολογία) ο σχετικός με διάταξη φακών και διόπτρων
- ↪ καταδιοπτρικό σύστημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταδιοπτρικός
|