↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταδιοπτρικός η καταδιοπτρική το καταδιοπτρικό
      γενική του καταδιοπτρικού της καταδιοπτρικής του καταδιοπτρικού
    αιτιατική τον καταδιοπτρικό την καταδιοπτρική το καταδιοπτρικό
     κλητική καταδιοπτρικέ καταδιοπτρική καταδιοπτρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταδιοπτρικοί οι καταδιοπτρικές τα καταδιοπτρικά
      γενική των καταδιοπτρικών των καταδιοπτρικών των καταδιοπτρικών
    αιτιατική τους καταδιοπτρικούς τις καταδιοπτρικές τα καταδιοπτρικά
     κλητική καταδιοπτρικοί καταδιοπτρικές καταδιοπτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταδιοπτρικός < κατα- + διοπτρικός λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική catadioptric

  Επίθετο

επεξεργασία

καταδιοπτρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία