↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταμήνιος η καταμήνια το καταμήνιο
      γενική του καταμήνιου της καταμήνιας του καταμήνιου
    αιτιατική τον καταμήνιο την καταμήνια το καταμήνιο
     κλητική καταμήνιε καταμήνια καταμήνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταμήνιοι οι καταμήνιες τα καταμήνια
      γενική των καταμήνιων των καταμήνιων των καταμήνιων
    αιτιατική τους καταμήνιους τις καταμήνιες τα καταμήνια
     κλητική καταμήνιοι καταμήνιες καταμήνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταμήνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταμήνιος < αρχαία ελληνική καταμήνια < κατα- + μήν + -ιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈmi.ni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐μή‐νι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

καταμήνιος, -α, -ο

  1. (λόγιο) έμμηνος
  2. (λόγιο) (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε  τα καταμήνια: η εμμηνορρυσία, η εμμηνόρροια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ καταμήνιος τὸ καταμήνιον οἱ, αἱ καταμήνιοι τὰ καταμήνια
Γενική τοῦ, τῆς καταμηνίου τοῦ καταμηνίου τῶν καταμηνίων τῶν καταμηνίων
Δοτική τῷ, τῇ καταμηνίῳ τῷ καταμηνίῳ τοῖς, ταῖς καταμηνίοις τοῖς καταμηνίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν καταμήνιον τὸ καταμήνιον τοὺς, τὰς καταμηνίους τὰ καταμήνια
Κλητική καταμήνιε καταμήνιον καταμήνιοι καταμήνια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική καταμηνίω
Γενική-Δοτική καταμηνίοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταμήνιος < αρχαία ελληνική τὰ καταμήνι(α) (πληθυντικός) + -ος < κατα- + μήν + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

καταμήνιος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. μισθωμένος κατά μήνα
  2. έμμηνος, που σχετίζεται με την εμμηνόρροια

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κατά και μήν