μισθωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μισθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μισθώνω
Μετοχή
επεξεργασίαμισθωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μισθώνω
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (τηλεπικοινωνίες) μισθωμένο κύκλωμα, μισθωμένη γραμμή