Ετυμολογία

επεξεργασία
μισθωμένο κύκλωμα <  δείτε τις λέξεις μισθωμένος και κύκλωμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική leased circuit

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

μισθωμένο κύκλωμα (el)

  • (τηλεπικοινωνίες) leased circuit: ζεύξη μεταξύ δυο ή περισσοτέρων κόμβων (nodes) με εγγυημένο εύρος ζώνης (bandwidth) που παρέχει τηλεπικοινωνιακή εταιρία έναντι ανάλογου κόστους
      Η χρήση μισθωμένου κυκλώματος εξυπηρετεί την ενσύρματη ή ασύρματη ζεύξη μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κομβικών σημείων οπουδήποτε στον κόσμο.[1]
      Οι μισθωμένες γραμμές χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) για να έχουν σε μόνιμη βάση υψηλής ταχύτητας πρόσβαση στο Διαδίκτυο.[2]

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΜΙΣΘΩΜΕΝΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ : Η ΝΕΑ ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΘΕ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ. Δημοσίευση 2001-04-01. Προσπέλαση 2020-04-22
  2. IP/99/873 Σύσταση για τις μισθωμένες γραμμές. Δημοσίευση 1999-11-24. Προσπέλαση 2020-04-22