κατατεθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατατεθείς & κατατεθέντας |
η | κατατεθείσα | το | κατατεθέν |
γενική | του | κατατεθέντος & κατατεθέντα |
της | κατατεθείσας & κατατεθείσης* |
του | κατατεθέντος |
αιτιατική | τον | κατατεθέντα | την | κατατεθείσα | το | κατατεθέν |
κλητική | κατατεθείς & κατατεθέντα |
κατατεθείσα | κατατεθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατατεθέντες | οι | κατατεθείσες | τα | κατατεθέντα |
γενική | των | κατατεθέντων | των | κατατεθεισών | των | κατατεθέντων |
αιτιατική | τους | κατατεθέντες | τις | κατατεθείσες | τα | κατατεθέντα |
κλητική | κατατεθέντες | κατατεθείσες | κατατεθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατατεθείς < μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος καταθέτω < αρχαία ελληνική κατατίθημι < κατα- + τίθημι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
κατατεθείς, -είσα, -έν
- (λόγιο) που τον έχει καταθέσει κάποιος, που είναι κατατεθειμένος
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κατατεθείς
- β΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου του παθητικού ρήματος κατατίθεμαι
- ↪ θα κατατεθείς, να κατατεθείς, αν κατατεθείς
Πηγές επεξεργασία
- κατατεθείς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κατατεθείς, καταθέτω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)