Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταξεριάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
καταξερι
άς
οι
καταξερι
άδες
γενική
του
καταξερι
ά
των
καταξερι
άδων
αιτιατική
τον
καταξερι
ά
τους
καταξερι
άδες
κλητική
καταξερι
ά
καταξερι
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καταξεριάς
<
κατα-
+
ξεριάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καταξεριάς
αρσενικό
(
λαϊκότροπο
)
ζεστός
άνεμος
που
ξεραίνει
τα
φυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταξεριάς