καταξοδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταξοδιάζω
- άλλη μορφή του καταξοδεύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταξοδιάζω | καταξόδιαζα | θα καταξοδιάζω | να καταξοδιάζω | καταξοδιάζοντας | |
β' ενικ. | καταξοδιάζεις | καταξόδιαζες | θα καταξοδιάζεις | να καταξοδιάζεις | καταξόδιαζε | |
γ' ενικ. | καταξοδιάζει | καταξόδιαζε | θα καταξοδιάζει | να καταξοδιάζει | ||
α' πληθ. | καταξοδιάζουμε | καταξοδιάζαμε | θα καταξοδιάζουμε | να καταξοδιάζουμε | ||
β' πληθ. | καταξοδιάζετε | καταξοδιάζατε | θα καταξοδιάζετε | να καταξοδιάζετε | καταξοδιάζετε | |
γ' πληθ. | καταξοδιάζουν(ε) | καταξόδιαζαν καταξοδιάζαν(ε) |
θα καταξοδιάζουν(ε) | να καταξοδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταξόδιασα | θα καταξοδιάσω | να καταξοδιάσω | καταξοδιάσει | ||
β' ενικ. | καταξόδιασες | θα καταξοδιάσεις | να καταξοδιάσεις | καταξόδιασε | ||
γ' ενικ. | καταξόδιασε | θα καταξοδιάσει | να καταξοδιάσει | |||
α' πληθ. | καταξοδιάσαμε | θα καταξοδιάσουμε | να καταξοδιάσουμε | |||
β' πληθ. | καταξοδιάσατε | θα καταξοδιάσετε | να καταξοδιάσετε | καταξοδιάστε | ||
γ' πληθ. | καταξόδιασαν καταξοδιάσαν(ε) |
θα καταξοδιάσουν(ε) | να καταξοδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταξοδιάσει | είχα καταξοδιάσει | θα έχω καταξοδιάσει | να έχω καταξοδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταξοδιάσει | είχες καταξοδιάσει | θα έχεις καταξοδιάσει | να έχεις καταξοδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταξοδιάσει | είχε καταξοδιάσει | θα έχει καταξοδιάσει | να έχει καταξοδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταξοδιάσει | είχαμε καταξοδιάσει | θα έχουμε καταξοδιάσει | να έχουμε καταξοδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταξοδιάσει | είχατε καταξοδιάσει | θα έχετε καταξοδιάσει | να έχετε καταξοδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταξοδιάσει | είχαν καταξοδιάσει | θα έχουν καταξοδιάσει | να έχουν καταξοδιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταξοδιάζω
|