Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταξοδεύω < κατα- (τελείως) + ξοδεύω

  Ρήμα επεξεργασία

καταξοδεύω

  • βάζω κάποιον σε πολύ μεγάλα έξοδα
τον καταξόδεψες τον πατέρα σου με τόσα λούσα

  Μεταφράσεις επεξεργασία