Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταφρονητής οι καταφρονητές
      γενική του καταφρονητή των καταφρονητών
    αιτιατική τον καταφρονητή τους καταφρονητές
     κλητική καταφρονητή καταφρονητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταφρονητής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταφρονητής [1] < αρχαία ελληνική καταφρονέω ή καταφρονώ, καταφρονη- + -τής [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.fɾo.niˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐φρο‐νη‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταφρονητής αρσενικό (θηλυκό καταφρονήτρια & καταφρονήτρα) [3]

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. καταφρονητήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. καταφρονητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. καταφρονήτρια, καταφρονήτρα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταφρονητής οἱ καταφρονηταί
      γενική τοῦ καταφρονητοῦ τῶν καταφρονητῶν
      δοτική τῷ καταφρονητ τοῖς καταφρονηταῖς
    αιτιατική τὸν καταφρονητήν τοὺς καταφρονητᾱ́ς
     κλητική ! καταφρονητᾰ́ καταφρονηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταφρονητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  καταφρονηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταφρονητής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταφρονέω / καταφρονῶ, καταφρονη- + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταφρονητής, -ού αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία