καταφρονετής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταφρονετής < καταφρονητής με θέμα καταφρονε- < ελληνιστική κοινή καταφρονητής < αρχαία ελληνική καταφρονέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.fɾo.neˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐φρο‐νε‐τής
- παρώνυμο: καταφρονητής
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταφρονετής αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταφρονετής
|