Δείτε επίσης: καταφρονῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταφρονώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταφρονῶ, συνηρημένος τύπος του καταφρονέω < κατα- + φρονέω / φρονῶ < φρήν

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.fɾoˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐φρο‐νώ

καταφρονώ, αόρ.: καταφρόνησα/καταφρόνεσα, παθ.φωνή: καταφρονούμαι/καταφρονιέμαι, π.αόρ.: καταφρονήθηκα/-έθηκα, μτχ.π.π.: καταφρονημένος/καταφρονεμένος

  1. περιφρονώ με μεγάλη ένταση και βάθος, αδιαφορώ τελείως
  2. αδιαφορώ τελείως

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κατά και φρονώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία