καταφρονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταφρονώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταφρονῶ, συνηρημένος τύπος του καταφρονέω < κατα- + φρονέω / φρονῶ < φρήν
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.fɾoˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐φρο‐νώ
Ρήμα
επεξεργασίακαταφρονώ, αόρ.: καταφρόνησα/καταφρόνεσα, παθ.φωνή: καταφρονούμαι/καταφρονιέμαι, π.αόρ.: καταφρονήθηκα/-έθηκα, μτχ.π.π.: καταφρονημένος/καταφρονεμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαταφρόνητα / άκαταφρονήτως
- ακαταφρόνητος
- αξιοκαταφρόνητος
- βαριοκαταφρόνια
- ευκαταφρόνητα
- ευκαταφρόνητος
- καταφρονετός
- καταφρονεύω
- καταφρονημένος / καταφρονεμένος
- καταφρόνηση / καταφρόνεση
- καταφρονητέος
- καταφρονητής / καταφρονετής
- καταφρονητικά / καταφρονετικά
- καταφρονητικός / καταφρονετικός
- καταφρονητικώς
- καταφρονήτρια / καταφρονήτρα
- καταφρόνια
- καταφρόνιο
→ και δείτε τις λέξεις κατά και φρονώ
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καταφρονώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας