Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταφοβισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταφοβισμέν
ος
η
καταφοβισμέν
η
το
καταφοβισμέν
ο
γενική
του
καταφοβισμέν
ου
της
καταφοβισμέν
ης
του
καταφοβισμέν
ου
αιτιατική
τον
καταφοβισμέν
ο
την
καταφοβισμέν
η
το
καταφοβισμέν
ο
κλητική
καταφοβισμέν
ε
καταφοβισμέν
η
καταφοβισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταφοβισμέν
οι
οι
καταφοβισμέν
ες
τα
καταφοβισμέν
α
γενική
των
καταφοβισμέν
ων
των
καταφοβισμέν
ων
των
καταφοβισμέν
ων
αιτιατική
τους
καταφοβισμέν
ους
τις
καταφοβισμέν
ες
τα
καταφοβισμέν
α
κλητική
καταφοβισμέν
οι
καταφοβισμέν
ες
καταφοβισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καταφοβισμένος
<
κατα-
+
φοβισμένος
Μετοχή
επεξεργασία
καταφοβισμένος
έντρομος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
φόβος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταφοβισμένος
→
δείτε
τη λέξη
έντρομος