Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακοκκινίζω < κατα- + κοκκινίζω

κατακοκκινίζω, αόρ.: κατακοκκίνισα, μτχ.π.π.: κατακοκκινισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κοκκινίζω και κόκκινος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία