κατακοκκινισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατακοκκινισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακοκκινίζω / κατα- + κοκκινισμένος
Μετοχή επεξεργασία
κατακοκκινισμένος, -η, -ο
- ιδιαίτερα, πλήρως κοκκινισμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατακοκκινισμένος
|