Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοκκινισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοκκινισμέν
ος
η
κοκκινισμέν
η
το
κοκκινισμέν
ο
γενική
του
κοκκινισμέν
ου
της
κοκκινισμέν
ης
του
κοκκινισμέν
ου
αιτιατική
τον
κοκκινισμέν
ο
την
κοκκινισμέν
η
το
κοκκινισμέν
ο
κλητική
κοκκινισμέν
ε
κοκκινισμέν
η
κοκκινισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοκκινισμέν
οι
οι
κοκκινισμέν
ες
τα
κοκκινισμέν
α
γενική
των
κοκκινισμέν
ων
των
κοκκινισμέν
ων
των
κοκκινισμέν
ων
αιτιατική
τους
κοκκινισμέν
ους
τις
κοκκινισμέν
ες
τα
κοκκινισμέν
α
κλητική
κοκκινισμέν
οι
κοκκινισμέν
ες
κοκκινισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κοκκινισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κοκκινίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοκκινισμένος