Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταδίνω < κατα- + δίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

καταδίνω

  • αποκαλύπτω / καταγγέλλω κάποιον

  Μεταφράσεις επεξεργασία