κατακίτρινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈci.tɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κί‐τρι‐νος
Επίθετο
επεξεργασίακατακίτρινος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο, για χρώμα) εντελώς κίτρινος