καταδαπανημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταδαπανημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταδαπανώ / κατα- + δαπανημένος
Μετοχή επεξεργασία
καταδαπανημένος, -η, -ο
- ιδιαίτερα δαπανημένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταδαπανημένος
|