καταμουντζουρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταμουντζουρώνω < κατα- + μουντζουρώνω
Ρήμα
επεξεργασίακαταμουντζουρώνω (παθητική φωνή: καταμουντζουρώνομαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταμουντζουρώνω | καταμουντζούρωνα | θα καταμουντζουρώνω | να καταμουντζουρώνω | καταμουντζουρώνοντας | |
β' ενικ. | καταμουντζουρώνεις | καταμουντζούρωνες | θα καταμουντζουρώνεις | να καταμουντζουρώνεις | καταμουντζούρωνε | |
γ' ενικ. | καταμουντζουρώνει | καταμουντζούρωνε | θα καταμουντζουρώνει | να καταμουντζουρώνει | ||
α' πληθ. | καταμουντζουρώνουμε | καταμουντζουρώναμε | θα καταμουντζουρώνουμε | να καταμουντζουρώνουμε | ||
β' πληθ. | καταμουντζουρώνετε | καταμουντζουρώνατε | θα καταμουντζουρώνετε | να καταμουντζουρώνετε | καταμουντζουρώνετε | |
γ' πληθ. | καταμουντζουρώνουν(ε) | καταμουντζούρωναν καταμουντζουρώναν(ε) |
θα καταμουντζουρώνουν(ε) | να καταμουντζουρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταμουντζούρωσα | θα καταμουντζουρώσω | να καταμουντζουρώσω | καταμουντζουρώσει | ||
β' ενικ. | καταμουντζούρωσες | θα καταμουντζουρώσεις | να καταμουντζουρώσεις | καταμουντζούρωσε | ||
γ' ενικ. | καταμουντζούρωσε | θα καταμουντζουρώσει | να καταμουντζουρώσει | |||
α' πληθ. | καταμουντζουρώσαμε | θα καταμουντζουρώσουμε | να καταμουντζουρώσουμε | |||
β' πληθ. | καταμουντζουρώσατε | θα καταμουντζουρώσετε | να καταμουντζουρώσετε | καταμουντζουρώστε | ||
γ' πληθ. | καταμουντζούρωσαν καταμουντζουρώσαν(ε) |
θα καταμουντζουρώσουν(ε) | να καταμουντζουρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταμουντζουρώσει | είχα καταμουντζουρώσει | θα έχω καταμουντζουρώσει | να έχω καταμουντζουρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταμουντζουρώσει | είχες καταμουντζουρώσει | θα έχεις καταμουντζουρώσει | να έχεις καταμουντζουρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταμουντζουρώσει | είχε καταμουντζουρώσει | θα έχει καταμουντζουρώσει | να έχει καταμουντζουρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταμουντζουρώσει | είχαμε καταμουντζουρώσει | θα έχουμε καταμουντζουρώσει | να έχουμε καταμουντζουρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταμουντζουρώσει | είχατε καταμουντζουρώσει | θα έχετε καταμουντζουρώσει | να έχετε καταμουντζουρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταμουντζουρώσει | είχαν καταμουντζουρώσει | θα έχουν καταμουντζουρώσει | να έχουν καταμουντζουρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταμουντζουρώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- καταμουντζουρώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)