Ετυμολογία

επεξεργασία
μουντζουρώνω < μουντζούρα

μουντζουρώνω

  • δημιουργώ μουντζούρες σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια, πχ για να διαγράψω βιαστικά ένα τμήμα κειμένου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία