κατακρατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακρατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατακρατῶ, συνηρημένος τύπος του κατακρατέω < κατα- + κρατέω / κρατῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική détenir / retenir)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.kɾaˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κρα‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίακατακρατώ, αόρ.: κατακράτησα, παθ.φωνή: κατακρατούμαι, π.αόρ.: κατακρατήθηκα, μτχ.π.π.: κατακρατημένος, και προφορικό: κατακρατάω, κατακρατιέμαι
- (νομικός όρος) κατέχω με παράνομο τρόπο κάτι που δεν μου ανήκει και δεν το αποδίδω
- (νομικός όρος) επιβάλλω περιορισμούς ή φυλακίζω
- συγκρατώ διάφορες ουσίες, χωρίς να (μπορώ να) τις αποβάλλω
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατακράτητος
- κατακρατημένος
- κατακράτηση
- → δείτε τις λέξεις κατά, κρατώ και κράτος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατακρατώ | κατακρατούσα | θα κατακρατώ | να κατακρατώ | κατακρατώντας | |
β' ενικ. | κατακρατείς | κατακρατούσες | θα κατακρατείς | να κατακρατείς | ||
γ' ενικ. | κατακρατεί | κατακρατούσε | θα κατακρατεί | να κατακρατεί | ||
α' πληθ. | κατακρατούμε | κατακρατούσαμε | θα κατακρατούμε | να κατακρατούμε | ||
β' πληθ. | κατακρατείτε | κατακρατούσατε | θα κατακρατείτε | να κατακρατείτε | κατακρατείτε | |
γ' πληθ. | κατακρατούν(ε) | κατακρατούσαν(ε) | θα κατακρατούν(ε) | να κατακρατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατακράτησα | θα κατακρατήσω | να κατακρατήσω | κατακρατήσει | ||
β' ενικ. | κατακράτησες | θα κατακρατήσεις | να κατακρατήσεις | κατακράτησε | ||
γ' ενικ. | κατακράτησε | θα κατακρατήσει | να κατακρατήσει | |||
α' πληθ. | κατακρατήσαμε | θα κατακρατήσουμε | να κατακρατήσουμε | |||
β' πληθ. | κατακρατήσατε | θα κατακρατήσετε | να κατακρατήσετε | κατακρατήστε | ||
γ' πληθ. | κατακράτησαν κατακρατήσαν(ε) |
θα κατακρατήσουν(ε) | να κατακρατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατακρατήσει | είχα κατακρατήσει | θα έχω κατακρατήσει | να έχω κατακρατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατακρατήσει | είχες κατακρατήσει | θα έχεις κατακρατήσει | να έχεις κατακρατήσει | έχε κατακρατημένο | |
γ' ενικ. | έχει κατακρατήσει | είχε κατακρατήσει | θα έχει κατακρατήσει | να έχει κατακρατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατακρατήσει | είχαμε κατακρατήσει | θα έχουμε κατακρατήσει | να έχουμε κατακρατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατακρατήσει | είχατε κατακρατήσει | θα έχετε κατακρατήσει | να έχετε κατακρατήσει | έχετε κατακρατημένο | |
γ' πληθ. | έχουν κατακρατήσει | είχαν κατακρατήσει | θα έχουν κατακρατήσει | να έχουν κατακρατήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατακρατημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατακρατημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατακρατημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατακρατημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατακρατούμαι | κατακρατούμουν | θα κατακρατούμαι | να κατακρατούμαι | ||
β' ενικ. | κατακρατείσαι | κατακρατούσουν | θα κατακρατείσαι | να κατακρατείσαι | ||
γ' ενικ. | κατακρατείται | κατακρατούνταν | θα κατακρατείται | να κατακρατείται | ||
α' πληθ. | κατακρατούμαστε | κατακρατούμασταν κατακρατούμαστε |
θα κατακρατούμαστε | να κατακρατούμαστε | ||
β' πληθ. | κατακρατείστε | κατακρατούσασταν κατακρατούσαστε |
θα κατακρατείστε | να κατακρατείστε | κατακρατείστε | |
γ' πληθ. | κατακρατούνται | κατακρατούνταν | θα κατακρατούνται | να κατακρατούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατακρατήθηκα | θα κατακρατηθώ | να κατακρατηθώ | κατακρατηθεί | ||
β' ενικ. | κατακρατήθηκες | θα κατακρατηθείς | να κατακρατηθείς | κατακρατήσου | ||
γ' ενικ. | κατακρατήθηκε | θα κατακρατηθεί | να κατακρατηθεί | |||
α' πληθ. | κατακρατηθήκαμε | θα κατακρατηθούμε | να κατακρατηθούμε | |||
β' πληθ. | κατακρατηθήκατε | θα κατακρατηθείτε | να κατακρατηθείτε | κατακρατηθείτε | ||
γ' πληθ. | κατακρατήθηκαν κατακρατηθήκαν(ε) |
θα κατακρατηθούν(ε) | να κατακρατηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατακρατηθεί | είχα κατακρατηθεί | θα έχω κατακρατηθεί | να έχω κατακρατηθεί | κατακρατημένος | |
β' ενικ. | έχεις κατακρατηθεί | είχες κατακρατηθεί | θα έχεις κατακρατηθεί | να έχεις κατακρατηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατακρατηθεί | είχε κατακρατηθεί | θα έχει κατακρατηθεί | να έχει κατακρατηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατακρατηθεί | είχαμε κατακρατηθεί | θα έχουμε κατακρατηθεί | να έχουμε κατακρατηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατακρατηθεί | είχατε κατακρατηθεί | θα έχετε κατακρατηθεί | να έχετε κατακρατηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατακρατηθεί | είχαν κατακρατηθεί | θα έχουν κατακρατηθεί | να έχουν κατακρατηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κατακρατημένος - είμαστε, είστε, είναι κατακρατημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κατακρατημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κατακρατημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κατακρατημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κατακρατημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κατακρατημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κατακρατημένοι |
προφορικό: [2]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατακρατάω - κατακρατώ | κατακρατούσα | θα κατακρατάω - κατακρατώ | να κατακρατάω - κατακρατώ | κατακρατώντας | |
β' ενικ. | κατακρατάς | κατακρατούσες | θα κατακρατάς | να κατακρατάς | κατακράτα - κατακράταγε | |
γ' ενικ. | κατακρατάει - κατακρατά | κατακρατούσε | θα κατακρατάει - κατακρατά | να κατακρατάει - κατακρατά | ||
α' πληθ. | κατακρατάμε - κατακρατούμε | κατακρατούσαμε | θα κατακρατάμε - κατακρατούμε | να κατακρατάμε - κατακρατούμε | ||
β' πληθ. | κατακρατάτε | κατακρατούσατε | θα κατακρατάτε | να κατακρατάτε | κατακρατάτε | |
γ' πληθ. | κατακρατάν(ε) - κατακρατούν(ε) | κατακρατούσαν(ε) | θα κατακρατάν(ε) - κατακρατούν(ε) | να κατακρατάν(ε) - κατακρατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατακράτησα | θα κατακρατήσω | να κατακρατήσω | κατακρατήσει | ||
β' ενικ. | κατακράτησες | θα κατακρατήσεις | να κατακρατήσεις | κατακράτα - κατακράτησε | ||
γ' ενικ. | κατακράτησε | θα κατακρατήσει | να κατακρατήσει | |||
α' πληθ. | κατακρατήσαμε | θα κατακρατήσουμε | να κατακρατήσουμε | |||
β' πληθ. | κατακρατήσατε | θα κατακρατήσετε | να κατακρατήσετε | κατακρατήστε | ||
γ' πληθ. | κατακράτησαν κατακρατήσαν(ε) |
θα κατακρατήσουν(ε) | να κατακρατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατακρατήσει | είχα κατακρατήσει | θα έχω κατακρατήσει | να έχω κατακρατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατακρατήσει | είχες κατακρατήσει | θα έχεις κατακρατήσει | να έχεις κατακρατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατακρατήσει | είχε κατακρατήσει | θα έχει κατακρατήσει | να έχει κατακρατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατακρατήσει | είχαμε κατακρατήσει | θα έχουμε κατακρατήσει | να έχουμε κατακρατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατακρατήσει | είχατε κατακρατήσει | θα έχετε κατακρατήσει | να έχετε κατακρατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατακρατήσει | είχαν κατακρατήσει | θα έχουν κατακρατήσει | να έχουν κατακρατήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατακρατιέμαι | κατακρατιόμουν(α) | θα κατακρατιέμαι | να κατακρατιέμαι | ||
β' ενικ. | κατακρατιέσαι | κατακρατιόσουν(α) | θα κατακρατιέσαι | να κατακρατιέσαι | ||
γ' ενικ. | κατακρατιέται | κατακρατιόταν(ε) | θα κατακρατιέται | να κατακρατιέται | ||
α' πληθ. | κατακρατιόμαστε | κατακρατιόμαστε κατακρατιόμασταν |
θα κατακρατιόμαστε | να κατακρατιόμαστε | ||
β' πληθ. | κατακρατιέστε | κατακρατιόσαστε κατακρατιόσασταν |
θα κατακρατιέστε | να κατακρατιέστε | κατακρατιέστε | |
γ' πληθ. | κατακρατιούνται | κατακρατιόνταν(ε) κατακρατιούνταν κατακρατιόντουσαν |
θα κατακρατιούνται | να κατακρατιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατακρατήθηκα | θα κατακρατηθώ | να κατακρατηθώ | κατακρατηθεί | ||
β' ενικ. | κατακρατήθηκες | θα κατακρατηθείς | να κατακρατηθείς | κατακρατήσου | ||
γ' ενικ. | κατακρατήθηκε | θα κατακρατηθεί | να κατακρατηθεί | |||
α' πληθ. | κατακρατηθήκαμε | θα κατακρατηθούμε | να κατακρατηθούμε | |||
β' πληθ. | κατακρατηθήκατε | θα κατακρατηθείτε | να κατακρατηθείτε | κατακρατηθείτε | ||
γ' πληθ. | κατακρατήθηκαν κατακρατηθήκαν(ε) |
θα κατακρατηθούν(ε) | να κατακρατηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατακρατηθεί | είχα κατακρατηθεί | θα έχω κατακρατηθεί | να έχω κατακρατηθεί | κατακρατημένος | |
β' ενικ. | έχεις κατακρατηθεί | είχες κατακρατηθεί | θα έχεις κατακρατηθεί | να έχεις κατακρατηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατακρατηθεί | είχε κατακρατηθεί | θα έχει κατακρατηθεί | να έχει κατακρατηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατακρατηθεί | είχαμε κατακρατηθεί | θα έχουμε κατακρατηθεί | να έχουμε κατακρατηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατακρατηθεί | είχατε κατακρατηθεί | θα έχετε κατακρατηθεί | να έχετε κατακρατηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατακρατηθεί | είχαν κατακρατηθεί | θα έχουν κατακρατηθεί | να έχουν κατακρατηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κατακρατημένος - είμαστε, είστε, είναι κατακρατημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κατακρατημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κατακρατημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κατακρατημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κατακρατημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κατακρατημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κατακρατημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατακρατώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κατακρατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).