καταφάσκω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταφάσκω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταφάσκω < κατα- + φάσκω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈfa.sko/
Ρήμα επεξεργασία
καταφάσκω στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά επεξεργασία
- κατάφαση
- καταφατικά
- καταφατικός
- καταφατικώς
- → δείτε τις λέξεις φάσκω και φημί
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταφάσκω
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταφάσκω (ελληνιστική κοινή) < κατα- + αρχαία ελληνική grc
Πηγές επεξεργασία
- καταφάσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.