Ετυμολογία

επεξεργασία
καταφάσκω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταφάσκω < κατα- + φάσκω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈfa.sko/

καταφάσκω στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταφάσκω (ελληνιστική κοινή) < κατα- + αρχαία ελληνική grc