καταφατικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταφατικά < καταφατικός + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ta.fa.tiˈka/
Επίρρημα επεξεργασία
καταφατικά
- με καταφατικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταφατικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καταφατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταφατικό