↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακλεμμένος η κατακλεμμένη το κατακλεμμένο
      γενική του κατακλεμμένου της κατακλεμμένης του κατακλεμμένου
    αιτιατική τον κατακλεμμένο την κατακλεμμένη το κατακλεμμένο
     κλητική κατακλεμμένε κατακλεμμένη κατακλεμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακλεμμένοι οι κατακλεμμένες τα κατακλεμμένα
      γενική των κατακλεμμένων των κατακλεμμένων των κατακλεμμένων
    αιτιατική τους κατακλεμμένους τις κατακλεμμένες τα κατακλεμμένα
     κλητική κατακλεμμένοι κατακλεμμένες κατακλεμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακλεμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακλέβω / κατα- + κλεμμένος

κατακλεμμένος, -η, -ο

  • ιδιαίτερα, πλήρως κλεμμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία