κατακλέβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
κατακλέβω
- κλέβω τα πάντα ή τα περισσότερα από όσα υπάρχουν για να κλαπούν
- χρεώνω περισσότερα από ότι συνηθίζεται / είναι σωστό