κατακυριευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακυριευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακυριεύω / κατα- + κυριευμένος
Μετοχή
επεξεργασίακατακυριευμένος, -η, -ο
- πλήρως, εντελώς κυριευμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατακυριευμένος
|