κατασκουριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακατασκουριάζω[1]
- επιφέρω σκούριασμα (σε μεγάλο βαθμό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκουριάζω | κατασκουρίαζα | θα κατασκουριάζω | να κατασκουριάζω | κατασκουριάζοντας | |
β' ενικ. | κατασκουριάζεις | κατασκουρίαζες | θα κατασκουριάζεις | να κατασκουριάζεις | κατασκουρίαζε | |
γ' ενικ. | κατασκουριάζει | κατασκουρίαζε | θα κατασκουριάζει | να κατασκουριάζει | ||
α' πληθ. | κατασκουριάζουμε | κατασκουριάζαμε | θα κατασκουριάζουμε | να κατασκουριάζουμε | ||
β' πληθ. | κατασκουριάζετε | κατασκουριάζατε | θα κατασκουριάζετε | να κατασκουριάζετε | κατασκουριάζετε | |
γ' πληθ. | κατασκουριάζουν(ε) | κατασκουρίαζαν κατασκουριάζαν(ε) |
θα κατασκουριάζουν(ε) | να κατασκουριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασκουρίασα | θα κατασκουριάσω | να κατασκουριάσω | κατασκουριάσει | ||
β' ενικ. | κατασκουρίασες | θα κατασκουριάσεις | να κατασκουριάσεις | κατασκουρίασε | ||
γ' ενικ. | κατασκουρίασε | θα κατασκουριάσει | να κατασκουριάσει | |||
α' πληθ. | κατασκουριάσαμε | θα κατασκουριάσουμε | να κατασκουριάσουμε | |||
β' πληθ. | κατασκουριάσατε | θα κατασκουριάσετε | να κατασκουριάσετε | κατασκουριάστε | ||
γ' πληθ. | κατασκουρίασαν κατασκουριάσαν(ε) |
θα κατασκουριάσουν(ε) | να κατασκουριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασκουριάσει | είχα κατασκουριάσει | θα έχω κατασκουριάσει | να έχω κατασκουριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασκουριάσει | είχες κατασκουριάσει | θα έχεις κατασκουριάσει | να έχεις κατασκουριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατασκουριάσει | είχε κατασκουριάσει | θα έχει κατασκουριάσει | να έχει κατασκουριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκουριάσει | είχαμε κατασκουριάσει | θα έχουμε κατασκουριάσει | να έχουμε κατασκουριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκουριάσει | είχατε κατασκουριάσει | θα έχετε κατασκουριάσει | να έχετε κατασκουριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασκουριάσει | είχαν κατασκουριάσει | θα έχουν κατασκουριάσει | να έχουν κατασκουριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκουριάζω
|
- ↑ κατασκουριάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας