Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασκουριάζω < κατα- + σκουριάζω

  Ρήμα επεξεργασία

κατασκουριάζω[1]

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία