καταχείμωνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καταχείμωνο | τα | καταχείμωνα |
γενική | του | καταχείμωνου | των | καταχείμωνων |
αιτιατική | το | καταχείμωνο | τα | καταχείμωνα |
κλητική | καταχείμωνο | καταχείμωνα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαταχείμωνο ουδέτερο
- (οικείο) η περίοδος στα μέσα του χειμώνα, οι πιο κρύες μέρες του χειμώνα
- ⮡ Πού να πάμε εκδρομή τώρα, μέσα στο καταχείμωνο;
Συγγενικά
επεξεργασία- καταχείμωνα
- → δείτε τις λέξεις κατά και χειμώνας