καταχείμωνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταχείμωνα < καταχείμωνο + -α
Επίρρημα
επεξεργασίακαταχείμωνα ουδέτερο
- (οικείο) (παρωχημένο) στην περίοδο του καταχείμωνου
- ※ Αφού έμαθαν από χωρικούς καταδότες ότι το καταφύγιό του (του Μεϊντάνη) ήταν τα χωριά Γαρδίκι και Μουτσιάρα και ότι είχε μαζί του μόνο 15–20 παλικάρια, αποφάσισαν καταχείμωνα, μήνα Δεκέμβρη του 1700, να τον κτυπήσουν ξαφνικά και γρήγορα, μην τυχόν και τους ξεφύγει. (Νικόλαος Γιαννούλης, Το Αρματολίκι του Ασπροποτάμου κι οι Στορναραίοι, εκδ. Ε.Μ.Ο.Τ. (Εκδρομικός & Μορφωτικός Όμιλος Τρικάλων), Αθήνα 1981, σελ. 33.)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καταχείμωνο
- → δείτε τις λέξεις κατά και χειμώνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταχείμωνα