Γαρδίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Γαρδίκι | τα | Γαρδίκια |
γενική | του | Γαρδικιού | των | Γαρδικιών |
αιτιατική | το | Γαρδίκι | τα | Γαρδίκια |
κλητική | Γαρδίκι | Γαρδίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γαρδίκι < πρωτοσλαβική *gardĭkŭ < *gordъ (οχύρωση, κάστρο, πόλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰordʰ-os < *gʰerdʰ- (περικλείω, περίκλειστος χώρος, φράχτης)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γαρδίκι ουδέτερο
- οικισμός της Ελλάδας (σε διάφορες περιοχές, συνήθως κοντά σε βυζαντινό ή αρχαίο κάστρο ή τειχισμένη πόλη)
Συγγενικά επεξεργασία
- Γαρδικιώτης
- Γαρδικιώτισσα
- Παλαιογαρδίκι
- → δείτε τη λέξη Καρδίτσα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Γαρδίκι στη Βικιπαίδεια