↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαρδικιώτικος η γαρδικιώτικη το γαρδικιώτικο
      γενική του γαρδικιώτικου της γαρδικιώτικης του γαρδικιώτικου
    αιτιατική τον γαρδικιώτικο τη γαρδικιώτικη το γαρδικιώτικο
     κλητική γαρδικιώτικε γαρδικιώτικη γαρδικιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαρδικιώτικοι οι γαρδικιώτικες τα γαρδικιώτικα
      γενική των γαρδικιώτικων των γαρδικιώτικων των γαρδικιώτικων
    αιτιατική τους γαρδικιώτικους τις γαρδικιώτικες τα γαρδικιώτικα
     κλητική γαρδικιώτικοι γαρδικιώτικες γαρδικιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαρδικιώτικος < Γαρδικιώτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣaɾ.ðiˈco.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαρ‐δι‐κιώ‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

γαρδικιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με το Γαρδίκι ή τους κατοίκους του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία