κατακαμπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίακατακαμπής
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) στη μέση ενός κάμπου
- ※ Αγνάντεψα κατακαμπής, αγνάντεψα τον κάμπο, / κι είδα πουλάκια ’πο’ ’ρχονται ’πό πέρ’ από τον Βάλτο. (Δημοτικό τραγούδι «Ο Γυφτάκης», στη συλλογή Arnold Passow, Τραγούδια Ῥωμαίικα, Popularia carmina Graeciae recentioris, 1860, σελ. 52)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατακαμπής
|