κατατρομάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.tɾoˈma.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐τρο‐μά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακατατρομάζω, αόρ.: κατατρόμαξα, μτχ.π.π.: κατατρομαγμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (επιτατικό ρήμα) τρομάζω σε πολύ μεγάλο βαθμό
- ⮡ (μεταβατικό) Μας κατατρόμαξαν τα νέα που ακούστηκαν.
- ⮡ (αμετάβατο) Κατατρόμαξα με τον σεισμό.
Συνώνυμα
επεξεργασία- μου κόπηκαν τα ήπατα
- πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη
- παραλύω (απ' το φόβο μου)
Συγγενικά
επεξεργασία- κατατρόμαγμα
- κατατρομαγμένα (επίρρημα)
- κατατρομαγμένος
- κατάτρομος
→ και δείτε τις λέξεις κατά, τρομάζω και τρόμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατατρομάζω | κατατρόμαζα | θα κατατρομάζω | να κατατρομάζω | κατατρομάζοντας | |
β' ενικ. | κατατρομάζεις | κατατρόμαζες | θα κατατρομάζεις | να κατατρομάζεις | κατατρόμαζε | |
γ' ενικ. | κατατρομάζει | κατατρόμαζε | θα κατατρομάζει | να κατατρομάζει | ||
α' πληθ. | κατατρομάζουμε | κατατρομάζαμε | θα κατατρομάζουμε | να κατατρομάζουμε | ||
β' πληθ. | κατατρομάζετε | κατατρομάζατε | θα κατατρομάζετε | να κατατρομάζετε | κατατρομάζετε | |
γ' πληθ. | κατατρομάζουν(ε) | κατατρόμαζαν κατατρομάζαν(ε) |
θα κατατρομάζουν(ε) | να κατατρομάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατατρόμαξα | θα κατατρομάξω | να κατατρομάξω | κατατρομάξει | ||
β' ενικ. | κατατρόμαξες | θα κατατρομάξεις | να κατατρομάξεις | κατατρόμαξε | ||
γ' ενικ. | κατατρόμαξε | θα κατατρομάξει | να κατατρομάξει | |||
α' πληθ. | κατατρομάξαμε | θα κατατρομάξουμε | να κατατρομάξουμε | |||
β' πληθ. | κατατρομάξατε | θα κατατρομάξετε | να κατατρομάξετε | κατατρομάξτε | ||
γ' πληθ. | κατατρόμαξαν κατατρομάξαν(ε) |
θα κατατρομάξουν(ε) | να κατατρομάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατατρομάξει | είχα κατατρομάξει | θα έχω κατατρομάξει | να έχω κατατρομάξει | ||
β' ενικ. | έχεις κατατρομάξει | είχες κατατρομάξει | θα έχεις κατατρομάξει | να έχεις κατατρομάξει | έχε κατατρομαγμένο | |
γ' ενικ. | έχει κατατρομάξει | είχε κατατρομάξει | θα έχει κατατρομάξει | να έχει κατατρομάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατατρομάξει | είχαμε κατατρομάξει | θα έχουμε κατατρομάξει | να έχουμε κατατρομάξει | ||
β' πληθ. | έχετε κατατρομάξει | είχατε κατατρομάξει | θα έχετε κατατρομάξει | να έχετε κατατρομάξει | έχετε κατατρομαγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κατατρομάξει | είχαν κατατρομάξει | θα έχουν κατατρομάξει | να έχουν κατατρομάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατατρομαγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατατρομαγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατατρομαγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατατρομαγμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατατρομάζω
|
Πηγές
επεξεργασία- κατατρομάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας