Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπλημμυρίζω < κατα- + πλημμυρίζω

καταπλημμυρίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία