καταβυθισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταβυθισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταβυθίζω / κατα- + βυθισμένος
Μετοχή επεξεργασία
καταβυθισμένος, -η, -ο
- πλήρως βυθισμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταβυθισμένος
|