Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βυθισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βυθισμέν
ος
η
βυθισμέν
η
το
βυθισμέν
ο
γενική
του
βυθισμέν
ου
της
βυθισμέν
ης
του
βυθισμέν
ου
αιτιατική
τον
βυθισμέν
ο
τη
βυθισμέν
η
το
βυθισμέν
ο
κλητική
βυθισμέν
ε
βυθισμέν
η
βυθισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βυθισμέν
οι
οι
βυθισμέν
ες
τα
βυθισμέν
α
γενική
των
βυθισμέν
ων
των
βυθισμέν
ων
των
βυθισμέν
ων
αιτιατική
τους
βυθισμέν
ους
τις
βυθισμέν
ες
τα
βυθισμέν
α
κλητική
βυθισμέν
οι
βυθισμέν
ες
βυθισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βυθισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βυθίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βυθισμένος
αγγλικά
:
sunken
(en)
,
immersed
(en)
γαλλικά
:
plongé
(fr)
,
coulé
(fr)