καταχαρούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταχαρούμενος < επιτατικό κατα- + μετοχή χαρούμενος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.xaˈɾu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐χα‐ρού‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίακαταχαρούμενος
- (επιτατική μετοχή ως επίθετο) που είναι σε μεγάλο βαθμό χαρούμενος