Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταχαρούμενος η καταχαρούμενη το καταχαρούμενο
      γενική του καταχαρούμενου της καταχαρούμενης του καταχαρούμενου
    αιτιατική τον καταχαρούμενο την καταχαρούμενη το καταχαρούμενο
     κλητική καταχαρούμενε καταχαρούμενη καταχαρούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταχαρούμενοι οι καταχαρούμενες τα καταχαρούμενα
      γενική των καταχαρούμενων των καταχαρούμενων των καταχαρούμενων
    αιτιατική τους καταχαρούμενους τις καταχαρούμενες τα καταχαρούμενα
     κλητική καταχαρούμενοι καταχαρούμενες καταχαρούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταχαρούμενος < επιτατικό κατα- + μετοχή χαρούμενος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.xaˈɾu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐χα‐ρού‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

καταχαρούμενος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία