καταχρεώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταχρεώνω (παθητική φωνή: καταχρεώνομαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταχρεώνω | καταχρέωνα | θα καταχρεώνω | να καταχρεώνω | καταχρεώνοντας | |
β' ενικ. | καταχρεώνεις | καταχρέωνες | θα καταχρεώνεις | να καταχρεώνεις | καταχρέωνε | |
γ' ενικ. | καταχρεώνει | καταχρέωνε | θα καταχρεώνει | να καταχρεώνει | ||
α' πληθ. | καταχρεώνουμε | καταχρεώναμε | θα καταχρεώνουμε | να καταχρεώνουμε | ||
β' πληθ. | καταχρεώνετε | καταχρεώνατε | θα καταχρεώνετε | να καταχρεώνετε | καταχρεώνετε | |
γ' πληθ. | καταχρεώνουν(ε) | καταχρέωναν καταχρεώναν(ε) |
θα καταχρεώνουν(ε) | να καταχρεώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταχρέωσα | θα καταχρεώσω | να καταχρεώσω | καταχρεώσει | ||
β' ενικ. | καταχρέωσες | θα καταχρεώσεις | να καταχρεώσεις | καταχρέωσε | ||
γ' ενικ. | καταχρέωσε | θα καταχρεώσει | να καταχρεώσει | |||
α' πληθ. | καταχρεώσαμε | θα καταχρεώσουμε | να καταχρεώσουμε | |||
β' πληθ. | καταχρεώσατε | θα καταχρεώσετε | να καταχρεώσετε | καταχρεώστε | ||
γ' πληθ. | καταχρέωσαν καταχρεώσαν(ε) |
θα καταχρεώσουν(ε) | να καταχρεώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταχρεώσει | είχα καταχρεώσει | θα έχω καταχρεώσει | να έχω καταχρεώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταχρεώσει | είχες καταχρεώσει | θα έχεις καταχρεώσει | να έχεις καταχρεώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταχρεώσει | είχε καταχρεώσει | θα έχει καταχρεώσει | να έχει καταχρεώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταχρεώσει | είχαμε καταχρεώσει | θα έχουμε καταχρεώσει | να έχουμε καταχρεώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταχρεώσει | είχατε καταχρεώσει | θα έχετε καταχρεώσει | να έχετε καταχρεώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταχρεώσει | είχαν καταχρεώσει | θα έχουν καταχρεώσει | να έχουν καταχρεώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταχρεώνω
|