Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταχρεώνω < κατα- + χρεώνω

  Ρήμα επεξεργασία

καταχρεώνω (παθητική φωνή: καταχρεώνομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία